- αἰτίαι
- αἰτίᾱͅ , αἴτιοςculpablefem dat sg (attic doric aeolic)αἰτίαresponsibilityfem nom/voc plαἰτίᾱͅ , αἰτίαresponsibilityfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰτιᾶι — αἰτιᾷ , αἰτιάομαι accuse pres subj mp 2nd sg αἰτιᾷ , αἰτιάομαι accuse pres ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴτιαι — αἴτιος culpable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Thukydides — – Parlament; Wien Thukydides ( … Deutsch Wikipedia
вина — ВИН|А (1167), Ы с. 1.Причина, повод: ˫Аκο ѥже... ||...зълѣ гл҃ати и клеветати. вражьды и ненависти. рати начѩло вина бываѥть. Изб 1076, 99 об. 100; Вьсемоу ли грѣхоу и блоудоу оубо. вина ѥсть ди˫аволъ. Там же, 190; обави виноу ѥ˫а же ради прииде … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
Аристотелева философия — Философия А. выросла из платоновского учения об идеях, стремясь привести это учение в более тесную связь с эмпирическим знанием. Благодаря этому если, с одной стороны, Аристотель пришел к иному взгляду на отношения идей к отдельным предметам, чем … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
АРХЕ — (греч. arche – начало) первопричина, принцип. Философский энциклопедический словарь. 2010. АРХЕ ΑΡΧΕ ( … Философская энциклопедия
АРХЕ — АРХЕ (ἀρχή), начало, принцип (лат. principiurn), термин древнегреческой философии. В дофилософском словоупотреблении (начиная с Гомера): 1) отправная точка, начало чего либо в пространственном или временном смысле; 2) начало как зачин,… … Античная философия
ευλόγιστος — εὐλόγιστος, ον (Α) 1. αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται εύκολα 2. (για αριθμούς) α) απλός («ἐν ἀριθμοῑς εὐλογίστοις», Αριστοτ.) β) και σε αντίθεση με το περιττός («ἐν ἀριθμῷ... ἤ ἐν εὐλογίστῳ ἤ ἐν περιττῷ», Αριστοτ.) 3. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
θεόφραστος — I (Ερεσσός Λέσβου 372; – 287; π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν ο διασημότερος μαθητής του Αριστοτέλη, ο οποίος τον υπέδειξε ως διάδοχό του στη διεύθυνση του Λυκείου. Έζησε στην Αθήνα, εκτός από μία σύντομη περίοδο απομάκρυνσής του (307), ύστερα από τη νίκη … Dictionary of Greek